ἀποστάλαγμα

ἀποστάλαγμα
ἀποστάλ-αγμα [pron. full] [τᾰ], ατος, τό,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποστάλαγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα …   Dictionary of Greek

  • ἀποσταλάγματα — ἀποστάλαγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”