ἀποστάλαγμα
Look at other dictionaries:
ἀποστάλαγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα … Dictionary of Greek
ἀποσταλάγματα — ἀποστάλαγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)